αμυλοβακτήριο

αμυλοβακτήριο
το (Βιοχ.-Μικρβλ.)
αναερόβιο βακτήριο, πολύ διαδεδομένο στη φύση, κυρίως στον γαστρεντερικό σωλήνα τών Θηλαστικών. Ασκεί έντονη ζυμωτική δράση στα γλυκίδια, τα οποία διασπά και παράγεται βουτυρικό οξύ (βουτυρική ζύμωση).
[ΕΤΥΜΟΛ. < amylobacter, νεολατιν. επιστημον. όρος < amylo- < άμυλο (ν) + bacter < bacterium (πρβλ. βακτήριο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”